αραβόφωνος

αραβόφωνος
-η, -ο
βλ. αραβόγλωσσος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αραβόφωνος — η, ο 1. αυτός που μιλά την αραβική γλώσσα χωρίς να είναι Άραβας στην εθνικότητα («αραβόφωνοι Σύροι») 2. αυτός που μιλά την αραβική («όλος ο αραβόφωνος κόσμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + φωνή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Βαλαβάνη] …   Dictionary of Greek

  • αραβόγλωσσος — η, ο ο αραβόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + γλωσσος < γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αραβόγλωσσος — αραβόγλωσσος, η, ο και αραβόφωνος, η, ο αυτός που έχει μητρική γλώσσα την αραβική, αλλά δεν είναι Άραβας στην εθνικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”